παλιμβουλία

παλιμβουλία
inconstancy

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλιμβουλία — η (Α παλιμβουλία [παλίμβουλος] η συνεχής αλλαγή τής γνώμης, η αστάθεια τής γνώμης …   Dictionary of Greek

  • παλιμβουλία — η η αλλαγή γνώμης, έλλειψη σταθερότητας στις σκέψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διβουλία — η [δίβουλος] η ιδιότητα τού δίβουλου, παλιμβουλία, διγνωμία …   Dictionary of Greek

  • παλίμβουλος — η, ο (ΑΜ παλίμβουλος, ον) αυτός που δεν έχει σταθερή βούληση, αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη ή θέληση, ταλαντευόμενος, άστατος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίμβουλον η παλιμβουλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βουλος (< βουλή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”